-
1 τρόχος
τρόχος, ὁ, 1) der Lauf, bes. im Kreise herum, der Kreislauf; κάτισϑι μὴ πολλοὺς ἔτι τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου τελῶν Soph. Ant. 1052, wo Herm. τροχούς schreibt u. durch τροχῶν ἁμίλλας von den Rädern erklärt; ἐκ τρόχων πεπαυμένοι στείχουσι Eur. Med. 46, wo es auch zum Folgdn gezogen werden kann. – 2) der Laufplatz, die Laufbahn, bes. die Kreisbahn, Eur. Hipp. 1133. – 3) der Läufer. – 4) der Dachs, Arist. gen. anim. 3, 6.
См. также в других словарях:
τρόχος — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… … Dictionary of Greek